κορφή

κορφή
η
βλ. κορυφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορφή — η βλ. κορυφή …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • ακρόκομος, -η, -ο — και ακροκόμης (μόνο αρσ.) 1. αυτός που έχει μαλλιά μονάχα στην κορφή του κεφαλιού: Ήταν ακρόκομος, αλλά κατάφερνε να μην του φαίνεται. 2. αυτός που έχει φύλλωμα μόνο στην κορφή: Στο περιβόλι μας υπήρχε ένα γέρικο ακρόκομο κυπαρίσσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Rethimno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethimnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Rethymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Réthymnon — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Κορφιάτης — ο, θηλ. Κορφιάτισσα (Μ Κορφιάτης, θηλ. ισσα) αυτός που κατάγεται από τους Κoρφούς, από την Κέρκυρα, ο Κερκυραίος νεοελλ. (το αρσ. ως προσηγορικό) ο κορφιάτης είδος σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τoπων. Κορφοί + κατάλ. ιάτης (πρβλ. Μαν ιάτης, Σπαρτ… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”